- ῥέζουσαν
- ῥέζωypres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενωπή — ἐνωπή, η (Α) 1. πρόσωπο, όψη, μορφή 2. (στον Όμηρο μόνο η δοτ. ως επίρρ.) ἐνωπῇ κατά πρόσωπο, με παρρησία, φανερά («εἴ τι ῥέζουσαν ἐνωπῇ», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek